- ενστιγματικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στο ένστιγμα, στο ένστικτο («ενστιγματικές ορμές»).[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. γαλλ. instictif. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Απόστολο Μεγακλή].
Dictionary of Greek. 2013.